- βυθισμός
- βῠθ-ισμός, ὁ,A sinking, submersion, Hld.9.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βυθισμός — sinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθισμός — ο (AM βυθισμός) [βυθίζω] η καταβύθιση νεοελλ. φρ. «ο βυθισμός του λόγου» η βαθιά σκέψη … Dictionary of Greek
βυθισμόν — βυθισμός sinking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)